Με το βλέμμα στον άνθρωπο

Αν υπάρχει ένας Ελληνας κινηματογραφιστής τις ταινίες του οποίου έχω λατρέψει, αυτός είναι ο Παντελής Βούλγαρης. Αγαπώ το σινεμά που κάνει. Στέρεα αφηγηματικό με βαθιά συναισθηματική δύναμη και τον άνθρωπο σταθερά στο κέντρο του. «Πάντα αυτό που με ενδιαφέρει προσπαθώ να το διηγηθώ μέσα από πρόσωπα που με έχουν συγκινήσει, είτε τα ξέρω είτε τα φαντάζομαι», μου λέει.

Η συνάντησή μας γίνεται με αφορμή το 2ο Φεστιβάλ Ανδρου, το οποίο θα διεξαχθεί από τις 16 Ιουλίου μέχρι τις 3 Σεπτεμβρίου και στο οποίο ο ίδιος έχει την καλλιτεχνική διεύθυνση. Αναπόφευκτα λοιπόν η συζήτησή μας ξεκινάει με το νησί που εδώ και 25 χρόνια αποτελεί «τη δεύτερη αναφορά καταγωγής» του. «Εχω αγαπήσει τις ομορφιές της, αλλά κυρίως τους ανθρώπους της», ομολογεί. Και είναι αυτοί οι άνθρωποι που στην τελευταία του ταινία, τη «Μικρά Αγγλία», συμμετείχαν ενεργά και βοήθησαν με την καρδιά τους στην παραγωγή, πίσω και μπροστά από τις κάμερες. Γιατί την αγάπη όταν τη δίνεις, σου επιστρέφεται.

mikra_agglia

 

«Για μένα η Ανδρος έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία τον χειμώνα. Το καλοκαίρι έχει τον τουρισμό, έχει τα μουσεία της, το Φεστιβάλ… Τον χειμώνα όμως;» παρατηρεί και θυμάται μία βραδιά ερωτικής ποίησης, που είχαν διοργανώσει πριν από μερικά χρόνια με τη συμμετοχή του Παράβα, της Μπαζάκα, του Δεληβοριά, του Τάρλοου και άλλων καλλιτεχνών. «Είχε μαζευτεί όλος ο κόσμος με κεριά. Ηταν σαν Πάσχα».

«Γίνονται πολιτιστικές δράσεις τον χειμώνα στην Ανδρο;» αναρωτιέμαι. «Αυτό που λειτουργεί με συνέπεια είναι η Κινηματογραφική Λέσχη της Ανδρου με υπεύθυνο τον Βαγγέλη Λουκίσα. Κάθε εβδομάδα μαζεύονται παρέες με φαγητά που φτιάχνουν και βλέπουν ταινίες. Κι έτσι συντηρείται μία αίσθηση πολιτισμού και συντροφικότητας. Επίσης, από την άνοιξη και μετά παρουσιάζουν τις δουλειές τους τα δύο τοπικά θεατρικά σχήματα. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι γενικά τα νησιά στερούνται πολιτισμού κατά τη διάρκεια του χειμώνα», παραδέχεται.

Η ανάληψη της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Φεστιβάλ ήταν μία πρόταση των αρχιτεκτόνων που έφτιαξαν το πανέμορφο υπαίθριο θέατρο στη Χώρα της Ανδρου, της Κυριακής Κονδυλάτου και του Κωνσταντίνου Λούκου. «Στην αρχή αρνήθηκα, λέγοντάς τους να βρουν κάποιον που να ξέρει πραγματικά αυτή τη δουλειά», μου αποκαλύπτει. «Επειδή, όμως, είναι φίλοι μου και επέμειναν, δέχτηκα τελικά. Φυσικά, η όλη προσπάθεια στηρίχτηκε με θέρμη και από τον δήμο».

pantelis_voulgaris2

 

Φέτος το Φεστιβάλ μεγαλώνει και παρουσιάζει ένα πολύ πιο ευρύ πρόγραμμα, με μουσικές, θεατρικές, κινηματογραφικές και εικαστικές εκδηλώσεις σχεδόν κάθε ημέρα. Τον ρωτάω τι είναι αυτό που θα κρίνει την επιτυχία του Φεστιβάλ στο τέλος της φετινής διοργάνωσης. «Ενα τέτοιο φεστιβάλ δεν βγαίνει μόνο από τα εισιτήρια. Βγαίνει και από τις χορηγίες. Το πρώτο και βασικό, λοιπόν, είναι και τον επόμενο χρόνο να υπάρξει η επιθυμία της τοπικής κοινωνίας να υποστηρίξει το Φεστιβάλ. Σίγουρα φέτος επιχειρούμε ένα μεγαλύτερο άνοιγμα. Μένει να δούμε την ανταπόκριση του κόσμου σε αυτό το πλήθος εκδηλώσεων. Πιστεύω ότι θα πάμε καλά, αλλά και λόγω της κρίσης και λόγω της αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά θα πρέπει να περιμένουμε για να δούμε στο τέλος αν θα μπορούμε να συνεχίσουμε να κάνουμε ένα τόσο μεγάλο φεστιβάλ», μου εξομολογείται.

Στο μυαλό του πάντως ήδη στροβιλίζονται σκέψεις και ιδέες για την επόμενη διοργάνωση. «Εμένα μου αρέσουν τα φεστιβάλ που έχουν πολύ συγκεκριμένο χαρακτήρα. Η επιθυμία μου του χρόνου είναι να δώσουμε μεγαλύτερο βήμα σε νέους ανθρώπους. Υπάρχουν ας πούμε οι πτυχιακές παραστάσεις των Δραματικών Σχολών του Εθνικού Θεάτρου ή του Θεάτρου Τέχνης. Θα ήθελα να τις δούμε στην Ανδρο», μου λέει, δίνοντας ένα πρώτο στίγμα των προθέσεών του.

pantelis_voulgaris3

 

Αφήνοντας στην άκρη το Φεστιβάλ, επιχειρώ να πιάσω το νήμα της πολύχρονης διαδρομής του σε αυτό που αγάπησε πάνω απ’ όλα, τον κινηματογράφο. Τον γυρίζω πίσω, τότε που 20χρονο παιδί, έχοντας τελειώσει την περίφημη Σχολή Σταυράκου, έμπαινε να εργαστεί στα στούντιο της Φίνος Φιλμ. Ηταν το 1961. «Πήγα εκεί σαν παιδί για όλες τις δουλειές. Στα τέσσερα χρόνια που δούλεψα στη Φίνος Φιλμ έζησα τη γοητεία του πώς κατασκευάζεται μία ταινία, τι σημαίνει σκηνοθεσία, συνεργασία με τους ηθοποιούς, τους τεχνικούς, πώς οργανώνεται η δουλειά. Στην αρχή όλα ήταν μαγικά. Τα φώτα, οι ηθοποιοί… Σκαρφάλωνα πολλές φορές πάνω σε κάτι σκαλωσιές στο πλατό και παρακολουθούσα από ψηλά. Στη συνέχεια, επειδή όντως υπήρχε μία σχεδόν ίδια συνταγή, με τη μία ταινία να τελειώνει Παρασκευή και την άλλη να αρχίζει Δευτέρα, σταμάτησε να με μαγεύει το ίδιο και πια ήμουν ένας επαγγελματίας του κινηματογράφου, που ανέβαινα σιγά σιγά την ιεραρχία. Από παιδί για όλες τις δουλειές, δεύτερος βοηθός, σκριπτ, πρώτος βοηθός», σχολιάζει.

Την ίδια εποχή, εκεί στα μέσα του ’60, αρχίζει να κάνει δειλά δειλά την εμφάνισή της η νέα γενιά κινηματογραφιστών, που έμελλε να σφραγίσει τη μεταπολιτευτική ιστορία του ελληνικού σινεμά. Ο Αγγελόπουλος, ο Παναγιωτόπουλος, η Μαρκετάκη… «Σκεφτόμασταν όλοι τι θέλουμε να αλλάξουμε, τι θέλουμε να προτείνουμε μέσα από τις ταινίες μας. Αυτό που μας ένωνε όλους είναι ότι θέλαμε η κάμερα να βγει έξω στους δρόμους, να διηγηθούμε ιστορίες που δεν χαρακτηρίζονται από τον κώδικα της κωμωδίας ή του μελοδράματος. Ταινίες που να έχουν περισσότερη σχέση με αυτό που βλέπουμε έξω στον δρόμο», μου εξηγεί. «Και σιγά σιγά ο καθένας μας με τις μικρού μήκους ταινίες που έκανε στην αρχή έδειξε τι θέλει να κάνει. Εγώ ξεκίνησα με τον “Κλέφτη”, που έπαιζε για πρώτη φορά ο Αλέξης Διαμιανός και εγώ. Μετά έκανα τον “Τζίμη τον τίγρη”, που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ο καθένας έβρισκε, λοιπόν, τον προσωπικό του δρόμο πάνω στη βασική ανάγκη να διηγηθούμε ιστορίες που να μη θυμίζουν αυτό που υπήρχε πριν».

pantelis_voulgaris4

 

Οι άνθρωποι του σινεμά που τους συνέδεαν με το παρελθόν και αποτελούσαν σταθερή πηγή έμπνευσής τους ήταν μόνο τα περίφημα τρία Κάπα. Κακογιάννης, Κούνδουρος, Κανελλόπουλος. Παρ’ όλα αυτά, μεγαλώνοντας, ο Παντελής Βούλγαρης αναθεώρησε όσον αφορά τη μάλλον αφοριστική στάση του απέναντι στο εμπορικό σινεμά εκείνης της εποχής. «Τολμώ να πω ότι ήμασταν άδικοι. Βάλαμε στο ίδιο τσουβάλι σχεδόν το σύμπαν της εθνικής κινηματογραφίας. Με τα χρόνια κατάλαβα την αξία του Τζαβέλλα, του Δημόπουλου, του Δαλιανίδη, του Σακελλάριου… Ακόμα και τώρα που βλέπω ταινίες τους, διαπιστώνω αρετές», ομολογεί.

Με την ιδιωτική πρωτοβουλία να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο και το κράτος ανύπαρκτο στο κομμάτι της επιχορήγησης, οι ταινίες τότε έπρεπε να γεμίζουν τις αίθουσες και να κόβουν εισιτήρια. «Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια φράση ενός παλιού αιθουσάρχη, που έλεγε: “Πολυθρόνες έχω. Κώλους δεν ξέρω αν έχω!”. Ολοι αυτό σκέφτονταν. Οι παραγωγοί έβαζαν από τη τσέπη τους λεφτά. Ο Φίνος έμενε μια ζωή στο νοίκι. Δεν είχε ποτέ σπίτι δικό του. Δεν έκανε χρήματα, γιατί ό,τι μάζευε το έριχνε στις ταινίες. Τελικά, νομίζω η μεγάλη προσφορά του Φίνου στο ελληνικό σινεμά ήταν η επιμονή του στα τεχνικά χαρακτηριστικά των ταινιών του. Πρόσεχε πάρα πολύ τη φωτογραφία, τον ήχο, το ντεκόρ. Από τη στιγμή, όμως, που ήρθε η τηλεόραση και η εικόνα μπήκε μέσα στο σπίτι, άλλαξε όλο το τοπίο», παρατηρεί.

proxenio

 

Στη Φίνος Φιλμ δεν σκηνοθέτησε ποτέ ταινία, αν και του έγινε σχετική πρόταση. Δεν ήταν όμως κάτι που τον εξέφραζε. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το υπέροχο «Προξενιό της Αννας», γυρίστηκε το 1972 σε παραγωγή του Ντίνου Κατσουρίδη, με πραγματικά πενιχρά μέσα. «Σε αυτή την ταινία είχα στη διάθεση μου πολύ λίγο φιλμ. Για ένα πλάνο είχα την δυνατότητα να κάνω μόνο δύο λήψεις. Επρεπε λοιπόν να κάνω πολλές πρόβες για να είναι σχεδόν έτοιμα τα πάντα. Θυμάμαι ότι όταν είχα να κάνω με κοντινά πλάνα έκανα μόνο μία λήψη και κράταγα την άλλη για να μπορώ να κάνω πιο πολλές λήψεις στις πιο δύσκολες σκηνές», μου εξομολογείται και συνεχίζει: «Επίσης, η ταινία είχε γυριστεί όλη βωβή. Δεν είχα τη δυνατότητα να έχω κάμερα που να μη γράφει τον θόρυβο της μηχανής. Ολη η ταινία λοιπόν είναι ντουμπλάζ. Και μάλιστα ντουμπλάζ χωρίς μαγνητόφωνο από το γύρισμα για να ξέρουμε τι ακριβώς έλεγαν οι ηθοποιοί. Εμπαινα, λοιπόν, μετά σε μία σκοτεινή αίθουσα και έβλεπα τα κομμάτια που έπρεπε να ντουμπλάρω. Κι ενώ είχα το σενάριο μπροστά μου, ο ηθοποιός στο γύρισμα μπορεί το ρήμα να μην το είχε βάλει στο τέλος, αλλά στην αρχή, οπότε δεν κόλλαγε. Ηταν πολύς χρόνος και πάρα πολλή δουλειά».

Από το μηδέν και χωρίς λεφτά έπρεπε να στηθεί και το ντεκόρ. Το σπίτι που διάλεξε να γίνουν τα γυρίσματα ήταν ένα παλιό αρχοντικό στο Μαρούσι. «Ηταν κλειστό. Βρήκα τον ιδιοκτήτη, που είχε μαγαζί στη Στουρνάρα με πλακάκια. Του είπα τι θέλω να κάνω και θυμάμαι άνοιξε ένα συρτάρι, μου έδωσε ένα κλειδί και μου λέει “Πάρ’ το, παιδί μου. Και με αυτό το κλειδί να ανοίξεις και την πόρτα του ελληνικού κινηματογράφου!”» μου λέει γελώντας. «Επιπλα δεν υπήρχαν. Εψαχνα να βρω και πέτυχα τυχαία στον δρόμο έναν συμμαθητή μου από τη Σχολή Σταυράκου και με πήγε στο σπίτι της γιαγιάς του στο Γκάζι, που ήταν κλειστό με όλα τα έπιπλα μέσα. Εφερα ένα φορτηγό και τα πήρα», προσθέτει.

Υπό αυτές τις απίστευτες συνθήκες παραγωγής γυρίστηκε το «Προξενιό της Αννας», η ταινία που κερδίζει πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1972, καθιερώνοντας τον Παντελή Βούλγαρη ως μία από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Βούλγαρης δεν διέψευσε τις προσδοκίες που δημιούργησε με την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους. Υπήρξε και είναι ακόμα ο κορυφαίος εκπρόσωπος στη χώρα μας ενός ανθρωποκεντρικού σινεμά υψηλής καλλιτεχνικής αξίας. «Ημουν τυχερός, γιατί επειδή ήμουν από ένα σπίτι που δεν είχα βιβλία, ένα από τα λίγα που βρέθηκαν στα χέρια μου σαν νέος ήταν τα διηγήματα του Τσέχωφ. Σε αυτά υπάρχει πάντα στο τέλος ένα εύρημα που ανατρέπει αυτό που έχεις επικοινωνήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αυτή η χιουμοριστική, ειρωνική, αλλά και βαθιά ανθρώπινη ματιά του Τσέχωφ έγινε χωρίς να το καταλάβω ο μεγάλος μου δάσκαλος», μου αποκαλύπτει.

Ο Παντελής Βούλγαρης κατάφερε με επιτυχία μέσα από τις ταινίες του να φέρει κόσμο στις αίθουσες χωρίς να υποκύψει σε καλλιτεχνικές εκπτώσεις. Σήμερα αυτό δεν συμβαίνει συχνά. «Σε αυτό δεν ευθύνονται μόνο οι ίδιες οι ταινίες, αλλά και η διανομή που έχουν. Επίσης βρισκόμαστε πια σε ένα περιβάλλον ψυχαγωγίας πολύ διαφορετικό από αυτό που ήμασταν εμείς ως γενιά. Εμείς δεν είχαμε τηλεόραση. Αυτό που νιώθαμε εμείς ως νέοι κινηματογραφόφιλοι ήταν ότι αν χάναμε την ταινία του Φελίνι, που παιζόταν στο Αστυ, δεν θα τη δούμε ποτέ στη ζωή μας», μου εξηγεί. «Του Κεχαΐδη, που ήταν πολύ καλός μου φίλος και σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας, όταν φτάσαμε να έχουμε βίντεο στα σπίτια μας του έλεγα: “Μα, βρε Δημήτρη, πήγαινε να νοικιάσεις την τάδε ταινία να τη δεις”. Και μου έλεγε: “Εγώ θέλω να έχω το τρακ ότι δεν θα την ξαναδώ την ταινία”».

Δεν παραλείπει, όμως, να δώσει και μία συμβουλή στους νέους κινηματογραφιστές: «Θυμάμαι μία φράση ενός σημαντικού Ιταλού σεναριογράφου που είπε ότι “ο ιταλικός κινηματογράφος έχασε την επαφή του με τον κόσμο, γιατί οι σκηνοθέτες σταμάτησαν να κυκλοφορούν με τα λεωφορεία”. Το τι θα συναντήσεις και θα σε συγκινήσει το βλέπεις έξω από το σπίτι σου, στην επαφή σου με τον κόσμο. Αυτή είναι και η συμβουλή μου στους νέους κινηματογραφιστές. Να κυκλοφορείτε στον δρόμο. Ο Καζάν μού έλεγε: “Βγαίνω μια βόλτα μέχρι την 5η Λεωφόρο και γυρίζω με μία ταινία στο σπίτι”. Οι ιστορίες είναι έξω».

phixi_vathia

 

Με αφορμή το «Ψυχή βαθιά», τον ρωτάω πόσο θεωρεί ότι ο Εμφύλιος επηρέασε συνειδητά ή ασυνείδητα τη φιλμογραφία του. «Τον Εμφύλιο σαν παιδί εγώ δεν τον ένιωσα. Είχα δύο θύματα στον Εμφύλιο, το καθένα από διαφορετική πλευρά. Αυτό υπήρχε μέσα μου σαν βίωμα, αλλά δεν θυμάμαι να συζητάμε γι’ αυτά στο σπίτι. Και μου κάνει εντύπωση, γιατί πράγματα που διάβασα αργότερα, όπως ας πούμε η εκτέλεση του Μπελογιάννη, εγώ δεν τα είχα αντιληφθεί σαν παιδί, αν και ήμουν δώδεκα χρονών τότε. Οι συζητήσεις για τον Εμφύλιο άρχισαν για μένα στο γυμνάσιο, που ήμουν μεγαλύτερος πια και υπήρχαν και αριστερά παιδιά στην τάξη» ομολογεί.

Ο ίδιος στη συνέχεια συντάχθηκε, βέβαια, με την Αριστερά, ποτέ όμως φορώντας παρωπίδες. Η δεύτερη ταινία του, το “Happy day”, μία από τις πιο πολιτικές ταινίες της φιλμογραφίας του, ήταν μία διαφορετική ματιά στο κολαστήριο της Μακρονήσου. «Τα χρόνια της Χούντας, που επέλεξα να μείνω στην Ελλάδα γιατί θα μπορούσα και να είχα φύγει, μελετούσα όλη αυτή την ιστορία της εξορίας από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 και μετά. Διάβασα δύο τόμους για την ιστορία της Μακρονήσου που είχε γράψει ο Νίκος Μάργαρης, που έτυχε να είναι γείτονας μου τότε στην οδό Ασκληπιού. Τον γνώρισα και χωρίς να θέλω να κάνω ταινία τον συναντούσα συχνά και μου έδινε υλικό και διάβαζα. Το “Happy day” είναι αποτέλεσμα μίας εποχής που άκουγα κόσμο να διηγείται ιστορίες από την εξορία», μου λέει.

happy_day

Στα τέλη του 1973, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, οδηγείται και ο ίδιος στην εξορία. Στη Γυάρο. Για οκτώ μήνες. «Οταν πήγα εγώ εξορία ήταν πολύ διαφορετικές οι συνθήκες. Δεν ήταν αυτό το κολαστήριο που έζησαν οι άνθρωποι στη Μακρόνησο, που βγήκανε τρελοί κάποιοι από αυτούς. Η ζωή η δική μας ήταν τελείως διαφορετική. Δύσκολες συνθήκες, αλλά χωρίς αυτή την απίστευτη βία», σχολιάζει κι εδώ αξίζει να σταθεί κανείς για να καταλάβει την ποιότητα που χαρακτηρίζει αυτόν τον άνθρωπο. Ο Παντελής Βούλγαρης πάλεψε και διώχθηκε για τις ιδέες του, αλλά δεν το διαφήμισε ποτέ. Κρατούσε πάντα χαμηλό προφίλ, σε αντίθεση με άλλους που οικειοποιήθηκαν την ιστορία της Αριστεράς. Κι αυτό λέει πολλά.

Η προβολή του “Happy day” συναντά αντιδράσεις από την ίδια την Αριστερά. «Το κατηγορώ ήταν ότι δεν ήταν αυτό η Μακρόνησος. Η δική μου προσέγγιση, όμως, αφορούσε τις περιόδους της Μακρονήσου όπου τα σωματικά βασανιστήρια ήταν πιο ήπια λόγω της συχνής αλλαγής της διοίκησης, και κυριαρχούσαν τα ψυχολογικά βασανιστήρια με επίκεντρο τις υποδοχές των επισήμων και τις γιορτές που έπρεπε να στηθούν», ξεκαθαρίζει.

petrina_xronia

 

«Γιατί 70 χρόνια μετά έχουμε ακόμα θέμα να μιλήσουμε για τον Εμφύλιο;» τον ρωτάω. «Γιατί ο Εμφύλιος επιβαρύνεται με αίμα. Και το αίμα, ακόμα κι αν αφορά περασμένες γενιές, δύσκολα ξεπλένεται», μου απαντά. «Χρειάζεται να περάσουν περισσότερες γενιές για να δει ένας νέος τον Εμφύλιο μακριά από ένα προσωπικό τραύμα που είχε ο παππούς του. Ισως πρέπει να περάσουν δυο-τρεις γενιές ακόμα. Αλλά και πάλι δεν ξέρω αν μπορείς να τα δεις αυτά αντικειμενικά. Νομίζω δεν μπορείς. Απλά μπορείς να δώσεις περισσότερο χώρο στην κατανόηση όσων έγιναν», προσθέτει και θυμάται τα λόγια ενός κορυφαίου στελέχους του ΚΚΕ, του Γιώργου Τρικαλινού, ενός ανθρώπου που πέρασε 16 χρόνια σε φυλακές και εξορίες: «Πρέπει να κλάψουμε και τους άλλους».

Ο ίδιος δηλώνει «αριστερός της καρδιάς». Κι εγώ αναρωτιέμαι αν αυτή η Αριστερά μπορεί να συμβαδίσει με την εξουσία. Σωπαίνει για λίγο. «Πολύ σύνθετη ερώτηση», μου λέει. Κι ύστερα επιλέγει να απαντήσει πλαγίως. «Υπάρχουν δύο πράγματα στο μυαλό μου. Τι σημαίνει διαχείριση και μάλιστα κάτω από τις σημερινές συνθήκες; Αλλά και τι σημαίνει τόλμη να ξεφύγεις από αυτή τη διαχείριση; Τα τελευταία χρόνια ζούμε ένα σενάριο που όλοι ψάχνουμε να βρούμε πού είναι το τέλος του. Και δεν ξέρει κανένας. Ας πούμε, αυτή η διατύπωση “99 χρόνια δέσμιοι” μοιάζει με σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Εδώ δεν ξέρουμε μετά από τρία χρόνια ποιοι θα είμαστε. Το 2115 μπορεί να έχουμε εξοχικό στον Αρη! Τι υπογράφεις λοιπόν για μετά από 99 χρόνια; Προσωπικά θα επιθυμούσα μία Αριστερά που θα έβγαινε και θα έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους. Καταλαβαίνω τη δυσκολία της συγκυρίας, αλλά θα ήθελα να ακούσω από μία Αριστερά την αλήθεια και το πώς διαχειριζόμαστε αυτή την αλήθεια». Και μετά από λίγο προσθέτει: «Η Αριστερά η δικιά μου είναι η Αριστερά η οποία διατυπώνεται και στην καθημερινότητα».

πηγή: